- μεταπτώσεων
- μεταπτώσεω̆ν , μετάπτωσιςchangefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πάρνηθα — I Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχαρνών και βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό, B του δήμου. II Όρος της Αττικής, το υψηλότερο και ογκωδέστερο, στα όρια με τη… … Dictionary of Greek
αλληλεπίδραση — Αμοιβαία δράση η οποία ασκείται μεταξύ σωμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Από μακροσκοπική άποψη τέτοιες δράσεις εμφανίζονται με μορφή δυνάμεων που ασκούνται με ομογενή φυσικά χαρακτηριστικά (μάζες, φορτία). Σε ατομική κλίμακα συμβαίνουν α.… … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… … Dictionary of Greek
αεροφωτογεωλογία ή φωτογεωλογία — Η μελέτη του εδάφους από αεροφωτογραφίες με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με τη γεωλογική σύστασή του. Αποκαλείται επίσης και φωτογεωλογική ερμηνεία. Οι αεροφωτογραφίες υποβοηθούν σημαντικά τη γεωλογική έρευνα, γιατί επιτρέπουν την… … Dictionary of Greek
Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου … Dictionary of Greek
Βελουχιώτης, Άρης — (Λαμία 1905 – 1945).Ψευδώνυμο του Θανάση Κλάρα, ενός από τους βασικούς πρωτεργάτες της Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής. Γεννήθηκε στη Λαμία και σπούδασε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και άλλαξε στη… … Dictionary of Greek